“Έγκλημα και τιμωρία”, “Οι Άθλιοι”, “Τζέιν Έιρ”, “Ανεμοδαρμένα ύψη”, “Οι δύο αδελφές”… είναι μερικοί τίτλοι από τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στο σπίτι μας όταν ήμουν μαθήτρια Δημοτικού.
Η μάνα μου “βιβλιοφάγος” και μουσικόφιλη. Ότι βιβλίο κλασσικού συγγραφέα και ότι 45άρι δισκάκι ξένης μουσικής κυκλοφορούσε στα χέρια της μάνας. Παιδικά παραμύθια αμέτρητα που διάβαζε σε μένα και τον αδερφό μου και ‘μεις τα ακούγαμε με “ευλαβική” προσοχή.
Η “νέα παιδική ανθολογία” της Αντιγόνης Μεταξά στην ημερήσια διάταξη. Ποιήματα καταξιωμένων και βραβευμένων Ελλήνων ποιητών. Το αγαπημένο μου από αυτά, “Τα ζώα” του Ιωάννη Πολέμη…
“Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα
μην τάχα σαν εμένα
κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα,
προστάτης τους θα γίνω.
Ποτέ δεν θα τ’ αφήνω
στους δρόμους να πεινούν”.
Δεν έλειπαν όμως και τα γυναικεία περιοδικά. “Γυναίκα”, “Φαντάζιο”, “Ρομάντσο”, “Βεντέτα”, “Πάνθεον”, που με τη σειρά μου στα “κλεφτά” τα ψιλοδιάβαζα. Τα βιβλία “διεσώθησαν” όλα. Τα περιοδικά χάθηκαν γιατί τα δωρίζαμε στον μπακάλη της γειτονιάς για να τυλίγει τις ρέγγες που πουλούσε!
“Το Ρομάντσο”
Ήταν 10 Απριλίου του 1990 όταν το Ρομάντσο θα κρέμονταν για τελευταία φορά στα μανταλάκια των περιπτέρων. Στην μεταπολεμική Ελλάδα το Ρομάντσο είχε γίνει συνώνυμο του περιοδικού . Σε μία Ελλάδα που διαμόρφωνε αστική κουλτούρα το ψιλικατζίδικο λέγονταν ΕΒΓΑ της γειτονιάς, η οδοντόκρεμα Κολυνός και το περιοδικό Ρομάντσο.
Σε άρθρο-έρευνα του Κώστα Χριστοδούλου το 2015 διάβασα για το περιοδικό:
“Η κίνηση που έκανε το Ρομάντσο να ξεφύγει από τον ανταγωνιστικό «Θησαυρό» ήταν η μείωση της τιμής του από τις 6 δραχμές στις 3 το 1956. Το τιράζ από τότε και μετά αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Από τα 11.000 φύλλα στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έφτασε σταδιακά να αγγίξει και τις 400.000 αντίτυπα όμως για το μεγαλύτερο διάστημα πουλούσε σταθερά πάνω από 300.000 περιοδικά κάθε εβδομάδα. Νούμερα που δεν έπιασε ποτέ κανένα άλλο περιοδικό και που το πιθανότερο ότι δεν θα πιάσει ούτε στο μέλλον!
Η ύλη του ήταν για όλη την οικογένεια. Ο πατέρας θα διάβαζε το «εξωτικό διήγημα» του Νίκου Μαράκη, τις «περιπέτειες του διάσημου κυνηγού Μ. Χιτζ» τα μεταφρασμένα από αμερικανικά περιοδικά αστυνομικά διηγήματα ή τους «Αφανείς ήρωες από την Κατοχή» και τους «Ιππότες των ορέων». Η μητέρα με την σειρά της θα διάβαζε τα αισθηματικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τις στήλες ομορφιάς, τις συμβουλές για το νοικοκυριό και την εκλαϊκευμένη ιατρική ενώ τα παιδιά τα παραμύθια και τις χιουμοριστικές στήλες.
Κοινός τόπος για όλους ήταν το χρονογράφημα του Παλαιολόγου και το ευθυμογράφημα του Τσιφόρου και φυσικά οι γελοιογραφίες με χαρακτηριστικότερη το «Κόμμα των Βαρελοφρόνων» του Π. Παυλίδη και ο “Σπαγγοραμένος” του Σ. Πολενάκη. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι το Ρομάντσο δημιούργησε σχολή καθώς έφερε την γελοιογραφία στα περιοδικά την δεκαετία του ’50. Από τις σελίδες του πέρασαν ο Αρχέλαος, ο Βασίλης Χριστοδούλου, ο Παυλίδης, ο Πολενάκης, ο Βλασσόπουλος, ο Μακρής, ο Αναστόπουλος και πολλοί άλλοι. Χαρακτηριστικό για το περιοδικό ότι είχε δώσει και το οπισθόφυλλο του σε ένα σετ από γελοιογραφίες.
Εντύπωση – με βάση τα μεταγενέστερα περιοδικά ποικίλης ύλης – ήταν το εξώφυλλο τουλάχιστον έως και την δεκαετία του ’60: Υπήρχε μόνο ο τίτλος του περιοδικού, η τιμή, ο αύξων αριθμός και το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη, Έλληνα η ξένου. Πουθενά ημερομηνία, πουθενά θεματολογία, πουθενά συνέντευξη του προσώπου που έβλεπες στο εξώφυλλο. Το τελευταίο άλλαξε την δεκαετία του ’70 όταν στο δυναμικό του Ρομάντσο προστέθηκε η Κική Σεγδίτσα η οποία πραγματοποιούσε τις συνεντεύξεις με το πρόσωπο του εξωφύλλου”.
Ψάχνοντας στο “αλεπουδοαρχείο” μου βρήκα ένα “Ρομάντσο” του 1961. Το αγόρασα πριν από είκοσι χρόνια από το κυριακάτικο υπαίθριο παζάρι στο Μοναστηράκι. Εξώφυλλο η Τζένη Καρέζη με ιδιόχειρο αυτόγραφο στους αναγνώστες, χαρτί τυπογραφικό λεπτό, πολύ λεπτό, γραμματοσειρά τοσοδούλικη, έγχρωμες και ασπρόμαυρες σελίδες… Άλλες εποχές, αθώες και τρυφερές…
*η Μαρία Μανταδάκη είναι δημοσιογράφος,
μέλος της ΕΣΗΕΠΗΝ
και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ)