Σημείο αναφοράς στην προσπάθεια για το ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος μπορούν να παίξουν οι Ενεργειακές Κοινότητες.
Μάλιστα θα πρέπει να αποτελέσουν βασικό άξονα στην πολιτική για την επίτευξη φιλόδοξων περιβαλλοντικών στόχων καθώς,μάλιστα, λειτουργούν ως “δικλείδα” για τη λεγόμενη ενεργειακή δημοκρατία διασφαλίζοντας πρόσβαση στα οφέλη που ευαγγελίζεται το νέο αυτό “πράσινο” ενεργειακό παράδειγμα, σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Συγκεκριμένα, η παραγωγή με ΑΠΕ, ενδύκνειται για την άμεση εμπλοκή νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που μπορούν να καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες τους, με ίδια παραγωγή. Κι αυτό την ώρα που η έννοια του “prosumption”, της ιδιο-παραγωγής και ιδιο-κατανάλωσης, είναι απόλυτα ταυτισμένη με τις σημερινές τεχνολογικές δυνατότητες αλλά και τις τάσεις που έφερε η ενεργειακή κρίση.
Με αυτόν, συνεπώς τον τρόπο, ένα μεγάλο μέρος της πράσινης μετάβασης, μπορεί να διαχυθεί ευρύτερα στην κοινωνία, στα νοικοκυριά, τους αγρότες, τις ΜμΕ επιχειρήσεις, σε τοπικές κοινότητες κάθε μορφής και είδους. Έτσι, ο θεσμός των “ενεργειακών κοινοτήτων” μπορεί να αποτελέσει το κατ’ εξοχήν όχημα για την εμπλοκή ομάδων αγροτών, συνεργιών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, συμπράξεων μικρο ξενοδόχων, δήμων, ομάδων κατοίκων χωριών και νησιών στην από κοινού παραγωγή της ενέργειας που χρειάζονται.
Με αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη και τα οφέλη από την πράσινη μετάβαση θα διαχέονται με δίκαια σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες διασφαλίζοντας και την απαραίτητη και ζητούμενη κοινωνική “ιδιοκτησία” των προγραμμάτων “πράσινης μετάβασης” Είναι, άλλωστε, κοινό κτήμα, με βάση και την ευρωπαϊκή εμπειρία, ότι η πράσινη μετάβαση στην ενέργεια μπορεί να τροχοδρομήσει πάνω σε δύο άξονες. Στην αγορά και την κοινωνική οικονομία, όπου, βέβαια,κάθε μία θα καταλαμβάνουν διαφορετικά πεδία της μετάβασης.
Η κοινωνική οικονομία καταλαμβάνει ήδη το 30-40% σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και άρα, με τις δυνατότητες που υπάρχουν στην Ελλάδα μπορεί να τεθούν και υψηλότεροι στόχοι (50%), κάτι άλλωστε που συνάδει με το νησιωτικό χαρακτήρα, τη γεωμορφολογία και την κατανομή του πληθυσμού της. Η θεσμοθέτησή τους με το νόμο του 2018 και την προτεραιοποίησή τους, στην διαδικασία της αδειοδότησης, επεδίωκε με καλύψει αυτό το κενό.
Ωστόσο, η σημερινή κυβέρνηση ακύρωσε την προτεραιοποίηση τους αναστέλλοντας τη δυναμική τους. Εντούτοις με νέο πλαίσιο η προοπτική είναι δεδομένη.
Στο φόντο αυτό και με αδήριτες τις ανάγκες για την προαγωγή των ενεργειακών κοινοτήτων διαμορφώνονται και τα δεδομένα για τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας. Είναι, άλλωστε, διαφορετικές οι ανάγκες ενός συστήματος παραγωγής ενέργειας που εδράζεται στις “βιομηχανικές ΑΠΕ”, στις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε ορισμένες περιοχές της χώρας και στη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας στους τόπους κατανάλωσης και διαφορετικές οι ανάγκες της στρατηγικής που στηρίζεται σ’ ένα τοπικό, αποκεντρωμένο, περιφερειακό σύστημα παραγωγής ενέργειας.
Στη δεύτερη περίπτωση προέχει η κατασκευή ευέλικτων τοπικών δικτύων και εν προκειμένω με δυνατότητες τοπικής αποθήκευσης ενέργειας. Κάτι που έχει και την μικρότερη δυνατή χωροταξική παρέμβαση και βέβαια χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Και βέβαια εναρμονίζονται και με τις ανάγκες της Κρήτης που έτσι πέρα από τον πολλαπλό της ενεργειακό ρόλο μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα.
Μια τέτοια ανάπτυξη λοιπόν είναι συμβατή με τις μικρές κλίμακες και τα ευάλωτα περιβαλλοντικά συστήματα των νησιών, των ορεινών περιοχών και των διάσπαρτων οικισμών. Βέβαια, η σταθεροποίηση του ενεργειακού συστήματος απαιτεί διαφορετικές συμπληρωματικές μονάδες σταθερής παραγωγής ενέργειας στις δύο στρατηγικές.
Όμως είναι ξεκάθαρο ότι για να διασφαλίσουμε μια ασφαλή πορεία προς μια συμμετοχική πράσινη μετάβαση, που έχει πολλαπλά οφέλη, αντιμετωπίζοντας την ενεργειακή φτώχεια, διαχέει τα οφέλη στην κοινωνία και αυξάνει την εγχώρια προστιθέμενη αξία απαιτείται δράση και έμπρακτη απόδειξη ότι οι ενεργειακές κοινότητες αποτελούν προτεραιότητα.
Γιώργος Σταθάκης
Πρώην υπουργός Οικονομίας, Περιβάλλοντος κι Ενέργειας
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Παν/μιο Κρήτης